
Παλιά Κεφαλονιά: Στο χωράφι του τρόμου….
Κατά τη διάρκεια της Ιταλογερμανικής σύρραξης στην Κεφαλονιά, τον Σεπτέμβρη του 1943, είχε έλθει στην περιοχή μας ένας Γερμανός αξιωματικός, που είχε υπηρετήσει, όπως έλεγαν, στο Ρωσικό μέτωπο, είχε τραυματισθεί κάπου στο σβέρκο και είχε μισοτρελαθεί.
Αυτός λοιπόν είχε σκοτώσει στο χωριό τρεις, χωρίς κανένα λόγο, ανάμεσα τους και τον αδελφό του παπά, που περνώντας από ένα μονοπάτι τον είδε να κοιμάται κάτω από ένα δέντρο. Εκεί, όπως κοιμότανε, τράβηξε το πιστόλι του και τον σκότωσε.
Τον άνθρωπο αυτόν τον έτρεμαν όλοι και κανένας δεν ήθελε να τον συναντάει στον δρόμο του, μια και κινδύνευε από τη συνάντηση αυτή να χάσει τη ζωή του.
Όσοι είχαμε ζώα προσπαθούσαμε να τα κρύβουμε ή να τα κρατάμε μακριά, γιατί όσες φορές συναντούσαν κάποιον στον δρόμο με άλογο, φοράδα, μουλάρι ή και γαϊδούρι, αγκαζάριζαν κι εκείνον και το ζώο του για να κουβαλήσει εφόδια, πολεμοφόδια ή να κάμει κάθε είδους δουλειές για τους κατακτητές. ‘Ετσι κι εμείς που είχαμε μια φοράδα με το πουλαράκι της, που την αγαπούσαμε πολύ, την κρατούσαμε κλεισμένη και σπάνια την κυκλοφορούσαμε στον δρόμο ή στα χωράφια. Εγώ μάλιστα της είχα μεγαλύτερη αδυναμία, αφού προτιμούσα να κουβαλήσω στον κάμπο σε δύο ή και περισσότερες βόλτες ό,τι μου χρειαζότανε, παρά να πάρω μαζί μου τη φοράδα και να πάω και καβάλα.
Μια μέρα, λοιπόν, που είχα βγάλει τη φοράδα και το πουλάρι της σ’ ένα χωράφι για να βοσκήσει ράπες και ενώ την κρατούσα από το καπίστρι, άκουσα πίσω μου κάποιο θόρυβο. Γυρίζω και τι να δω; Πήγα να πεθάνω. Πίσω μου ήταν ο τρελός Γερμανός αξιωματικός, που με πλησίαζε αργά και σταθερά. Πίστεψα ότι ήταν οι τελευταίες στιγμές μου. Στην ερημιά, κάτω από τον καυτό ήλιο, στη μέση του θερισμένου χωραφιού, εγώ, η φοράδα μου και το πουλάρι της και ο θάνατος με τη μορφή του τρελού αξιωματικού.
Με πλησίασε αμίλητος, κοιτώντας με βλέμμα που πρόδιδε καθαρά τις προθέσεις του. Ήταν ένα βλέμμα γεμάτο υπεροψία και μίσος. Το δεξί του χέρι κινήθηκε προς το παραμπέλουμ, το πιστόλι που κρεμότανε στη ζώνη του.
Κοίταγα τις ράπες που τσακίζανε κάτω από τις μπότες του και ένιωθα κι εγώ ένα μικρό άχερο, μέσα σ’ έναν τεράστιο κάμπο, που σε ελάχιστο χρόνο θα γινότανε ένα με τη γη από την οποία ξεφύτρωσε. «Χους ην και εις χουν απελεύσεται», σκέφτηκα απελπισμένος.
‘Εφτασε κοντά μου. Τα πόδια μου έτρεμαν και είχα ήδη πεθάνει πριν καν με πυροβολήσει. Η κατάστασή μου ήτανε τέτοια που δεν μπορούσα να αντιδράσω. Εκείνος με το όπλο στο χέρι. Ένας τρελός που είχε κάμει γνωστό ότι η ανθρώπινη ζωή άξιζε-δεν άξιζε μια σφαίρα! Κι εγώ άοπλος, αδύναμος, σχεδόν κουρελής, με το καπίστρι της φοράδας μου στο χέρι. Και οι δύο στην ερημιά του κάμπου. Ένα μέρος που ο τρελός είχε ιδιαίτερη προτίμηση να δίνει τέλος στη ζωή όσων τύχαιναν στον δρόμο του.
Άπλωσε το αριστερό χέρι του στο κεφάλι μου και με πίεσε προς τα κάτω, στρίβοντάς με ταυτόχρονα έτσι που να μην μπορώ να τον κοιτάζω… Δυνατά, προσβλητικά, σίγουρος για την εντολή του. Το δεξί του χέρι κρατούσε το πιστόλι, που αισθάνθηκα την κάννη του ακριβώς πίσω από το δεξί αυτί μου όπως βρισκόμουν πεσμένος στα γόνατα. Έτσι, νικημένος και χαμένος, περίμενα το τέλος μου.
Και όμως δεν έγινε τίποτα. Πέρασαν κάποια δευτερόλεπτα που έμοιαζαν με αιώνες. Ο κόσμος όλος είχε χαθεί. Το πλημμυρισμένο από φως χωράφι είχε γίνει ένας μαύρος και σκοτεινός χώρος. Δεν υπήρχε τίποτα μπροστά μου εκτός από απόλυτο σκοτάδι. Περίμενα στα όρια της ζωής να περάσω στην άλλη όχθη! Δευτερόλεπτα αγωνίας και το κρύο μέταλλο πίσω από το αυτί μου.
Ένα τρανταχτό γέλιο ακούστηκε και μύα δυνατή κλωτσιά με έστειλε να ξαπλώσω μπρούμυτα λίγα μέτρα πιο πέρα. Δεν κατάλαβα ποτέ πώς έγινε αυτό. Ήταν η μοίρα μου να ζήσω, γιατί ο τρελός πρέπει να λυπήθηκε τη σφαίρα, την οποία σίγουρα θα πίστευε ότι δεν την άξιζα.
Φύλαξε στη θήκη το πιστόλι του και πλησίασε τη φοράδα. Τη χτύπησε ελαφρά στο λαιμό και φαινότανε σαν να έκανε υπολογισμούς αν θα μπορούσε να τη χρησιμοποιήσει.
Αφού κατάλαβα ότι είχα προς το παρόν επιζήσει, σκέφτηκα μήπως θα μπορούσα να γλιτώσω και τη φοράδα μου. Μάζεψα όση δύναμη είχα και του ψέλλισα σε μία γλώσσα που ήταν ένα κράμα ιταλικών και γερμανικών:
- Νιξ γκουτ αρμπάιτερ, μαλάτο! θέλοντας να του πω ότι δεν ήταν καλή για δουλειά η φοράδα γιατί ήταν άρρωστη.
Ο Γερμανός με κοίταξε και κούνησε το κεφάλι του με συγκατάβαση, επαναλαμβάνοντας αργά και σιγά την τελευταία λέξη μου:
- Μαλάτο, μαλάτο…
Μετά κινήθηκε προς το πουλάρι. Το περιεργάστηκε και ύστερα γύρισε σε μένα.
- Νιξ γκουτ αρμπάιτερ, πίκολο! είπα χαμηλόφωνα. Δεν ήταν δηλαδή καλό για δουλειά το πουλάρι γιατί ήταν μικρό.
- Πίκολο, πίκολο …επανέλαβε σαν ηχώ ο Γερμανός, που ξαφνικά σοβάρεψε και σε μία ανακατεμένη κι εκείνος γλώσσα για να τον καταλάβω και κάνοντας μου νόημα με το χέρι να απομακρυνθώ από εκεί κοντά, μου φώναξε άγρια:
- Ράους, άλτρα καμπάνια, ράους... (Έξω, σε άλλη εξοχή, φύγε, έξω…)
Σκέφτηκα γρήγορα να πήγαινα προς το χωριό και του λέω:
- Ντόβε, Μαντζαβινάτα; (Που, στα Μαντζαβινάτα;)
‘Οπως άκουσε το όνομα του χωριού, έκαμε σαν να τον χτύπησε κεραυνός. Τα μάτια του πέταξαν σπίθες και έσκουξε:
- Νάιν, νάιν Μαντζαβινάτα, ράους... (Όχι, όχι στα Μαντζαβινάτα, φύγε). Α, είπα μέσα μου, τώρα φτηνά τη γλίτωσα! Τι έπαθα; Τρελάθηκα κι εγώ, να του αναφέρω έναν τόπο αντίστασης για τους κατακτητές;
Πήρα ανήσυχος τη φοράδα από το καπίστρι. Εγώ μπροστά, η φοράδα πίσω και ακολουθούσε το πουλάρι. Ο Γερμανός στεκόταν ακίνητος εκεί στη μέση του χωραφιού κάτω από τον ήλιο και με κοίταζε. Πέρναγε από το μυαλό μου ότι ίσως να με άφηνε να απομακρυνθώ για να με σκοτώσει σε κάποια απόσταση, κάνοντας και έλεγχο των ικανοτήτων του στη σκοποβολή. Και ξαφνικά θυμήθηκα ότι είχα ξεχάσει τον γκελέ μου εκεί κοντά, πάνω σε μία πέτρα που είχα χρησιμοποιήσει για κάθισμα. Το γιλέκο ήταν ένα από τα λιγοστά ρούχα μου και αν το άφηνα εκεί ποιος ξέρει αν θα το έβρισκα ή αν θα γύριζα ποτέ για να το πάρω.
- Δεν βαριέσαι, μονολόγησα, ας δοκιμάσω και αφού δεν με σκότωσε μέχρι τώρα… Ίσως σήμερα να μη σκοτώνει!
- Χερ, χερ, του φώναξα, έιν μινούτο, μία καμίσα... (Κύριε, κύριε, ένα λεπτό, το πουκάμισο μου…).
Μου έκαμε νόημα με το κεφάλι του «ναι».
Άφησα τη φοράδα και το πουλάρι. Γύρισα προς την πέτρα που είχα παρατήσει πάνω της το γιλέκο. Το πήρα σιγά σιγά και υποχώρησα όσο πιο ελαφρά μπορούσα πάλι προς τα ζώα. Είχα φαίνεται ακόμα μέρες για να ζήσω!
Όταν φύγανε οι Γερμανοί, μου λέει ένας φίλος στο χωριό.
- Πάμε στο Ξι, μην εύρουμε τίποτα; Φύγανε οι Γερμανοί.
- Πότε φύγανε; ρώτησα αναστατωμένος.
- Εψές, δεν έμεινε κανένας. Ο κόσμος πάει και φορτώνει χίλια δυο πράματα.
- Καλά, θα πάω μετά, του είπα, και πράγματι από τον φόβο μου πήγα εκεί κάτου …σε ένα μήνα!